Αρχεία εν κινήσει και οι σύγχρονες αρχειονομικές προκλήσεις
Χρήστος Χρυσανθόπουλος, ΔΜΕ, Υποψήφιος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Πατρών
Διοργάνωση της Ομάδας Αρχειονομίας και της Ερευνητικής ομαδας IHRC του Ιονίου Πανεπιστημίου
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ | Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020, ώρα 18.30 μ.μ.
Στη διάλεξη, η οποία ήταν ανοικτή στο κοινό και παρουσίασε πολύ μεγάλη συμμετοχή, συζητήθηκαν ζητήματα γύρω από την έννοια του «αρχείου» και τις νέες προκλήσεις που συναντά ο αρχειονόμος στο ψηφιακό περιβάλλον.
Κατά τον ορισμό του Διεθνούς Συμβουλίου Αρχείων ICA, ‘τα αρχεία είναι το τεκμηριωμένο παρά-προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας το οποίο διατηρείται λόγω της διηνεκούς αξίας του. Τα βρίσκουμε σε πολλά είδη μορφών όπως έγγραφα, φωτογραφίες, κινούμενες εικόνες, ήχο, ψηφιακά και αναλογικά. Είναι σύγχρονα αρχεία που δημιουργούνται από άτομα και οργανισμούς στη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους και επομένως, μας δίνουν μια άμεση θέα παρελθόντων γεγονότων. Τα αρχεία διατηρούνται από δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς ανά τον κόσμο’. Κατά τον ορισμό των Γενικών Αρχείων του Κράτους, αρχείο είναι το σύνολο των τεκμηρίων, μαρτυριών και εγγράφων, αδιακρίτως χρονολογίας, σχήματος, ύλης και υποστρώματος, που σχετίζεται με τη δραστηριότητα του Κράτους, των δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων ή των νομικών ή φυσικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων.
Σε γενικές γραμμές, τα αρχεία αποτελούνται από τεκμήρια που έχουν επιλεγεί για μόνιμη ή μακροπρόθεσμη συντήρηση λόγω της διαρκούς πολιτιστικής, ιστορικής ή αποδεικτικής τους αξίας. Τα ταξινομημένα αρχεία είναι συνήθως αδημοσίευτα και σχεδόν πάντα μοναδικά, σε αντίθεση με βιβλία ή περιοδικά των οποίων υπάρχουν πολλά πανομοιότυπα αντίγραφα. Αυτό σημαίνει ότι τα αρχεία είναι αρκετά διαφορετικά από τις βιβλιοθήκες σε σχέση με τις λειτουργίες και την οργάνωσή τους, αν και πολλές φορές οι βιβλιοθήκες διαθέτουν και αρχειακές συλλογές.
Ακόμα, είναι παγιωμένη η βασική αρχειονομική διάκριση των τεκμηρίων σε τρεις κατηγορίες-ηλικίες:
- Ενεργά: τα αρχειακά τεκμήρια που έχουν σημασία και χρήση για την τρέχουσα δραστηριότητα ενός προσώπου ή οργανισμού.
- Ημιενεργά: τα αρχειακά τεκμήρια τα οποία παρότι δεν έχουν ολοκληρώσει το χρήσιμο κύκλο τους χρησιμοποιούνται σπάνια.
- Ιστορικά: τα αρχειακά τεκμήρια που φυλάσσονται για ερευνητικούς λόγους και δεν έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα.
Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη για να οριοθετηθεί το πλαίσιο της σημερινής συζήτησης, το οποίο εντοπίζεται στη διαχείριση των ιστορικών αρχειακών καταλοίπων σε ψηφιακό περιβάλλον. Δηλαδή, των υλικών που δεν έχουν υπηρεσιακή χρήση και απόκειται είτε σε αρχειακούς φορείς είτε στην κυριότητα των παραγωγών τους και για ερευνητικούς λόγους ή επειδή έχουν σημασία για την ευρύτερη πολιτιστική κληρονομιά και με διάφορες μεθοδολογίες έρχονται σε επαφή με την ψηφιοποίηση με στόχο την τεκμηρίωση, διάσωση, πρόσβαση ή προβολή σε αυτά.
Ιστορικοί, γενεαλόγοι, δικηγόροι, δημογράφοι, κινηματογραφιστές, ευρύτερα καλλιτέχνες και άλλοι διεξάγουν έρευνα σε αρχειακούς φορείς. Η ερευνητική διαδικασία σε κάθε αρχείο είναι μοναδική και εξαρτάται από τον φορέα και τη φύση του αρχείου. Στον «σκληρό» πυρήνα της αρχειονομικής θεωρίας, ο αρχειονόμος ή ο επαγγελματίας που θα ασχοληθεί με τη διαχείριση ενός αρχείου μεταξύ άλλων θα ακολουθήσει μια συγκεκριμένη μεθοδολογία στην προσπάθεια να σεβαστεί την αρχειακή τάξη του παραγωγού των τεκμηρίων ή να αποκαταστήσει τον αρχειακό δεσμό μεταξύ των φακέλων και των τεκμηρίων μειώνοντας την διαμεσολάβησή του με το υλικό. Παραμένει το έργο του αρχειονόμου «σταθερό και αμετάβλητο» σε μια κοινωνία που αλλάζει;
Κατά τον Ντεριντά, ‘[...] διαθέτουμε ήδη μια έννοια του αρχείου; Μία έννοια του αρχείου που να είναι μία; Που να είναι έννοια και της οποίας η ενότητα είναι διασφαλισμένη; Ήμασταν τάχα ποτέ βέβαιοι για την ομοιογένεια, την ευστάθεια, τη μονοσήμαντη σχέση κάποιας έννοιας με έναν όρο ή μια λέξη σαν το «αρχείο»; Κατά τον Φουκώ, δε, η έννοια του αρχείου αποτέλεσε άκρως σημαντική για τον Φουκώ αφού στην εξέταση των αρχείων οφείλεται το έργο του Η αρχαιολογία της γνώσης. Αρχείο θεωρείται «το γενικό σύστημα σχηματισμού και μετασχηματισμού των αποφάνσεων». Σε αυτό το σημείο έχουν αναδειχθεί πολλαπλά σημεία συζήτησης τόσο για τη φυσιογνωμία και το ρόλο του αρχειακού υλικού όσο και για τη δουλειά και την παρέμβαση του αρχειονόμου σε αυτό. Πιο συγκεκριμένα:
α) τα αρχεία δεν αποτελούν ουδέτερες αναπαραστάσεις του παρελθόντος, αλλά κατασκευασμένα προϊόντα που διαμορφώνονται σε καθορισμένο πλαίσιο από τους παραγωγούς τους.
β) οι αρχειονόμοι δεν είναι παθητικοί αμερόληπτοι θεματοφύλακες των αρχείων, αλλά είναι ενεργοί διαμεσολαβητές. Η εργασία τους διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα αρχεία θα γίνουν κατανοητά και χρήσιμα για το εκάστοτε παρόν.
γ) η αρχειακή εργασία δεν θα πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με το περιεχόμενο των τεκμηρίων αλλά και με το πλαίσιο παραγωγής τους.
δ) η αρχειοθέτηση των τεκμηρίων από τους αρχειακούς φορείς δεν είναι μια αντικειμενική, άψυχη διαδικασία.
Η Carolyn Heald, το 1996, διατυπώνει προκλητικά το ερώτημα «υπάρχει χώρος για τα αρχεία στον μεταμοντέρνο κόσμο;» αποδεικνύοντας πως οι θεωρητικές συζητήσεις και διαμάχες που έχουν ξεσπάσει μερικά χρόνια πριν, σε καμιά περίπτωση δεν αφήνουν αδιάφορο τον αρχειονομικό κόσμο, αλλά τουναντίον το αρχειακό επάγγελμα αναπτύσσει σταδιακά, αναστοχαστικά, αντανακλαστικά ερωτήματα και απαντήσεις τόσο για το ρόλο του σε σχέση με το αρχείο όσο και για τη σχέση του με την κοινωνία. Η Heald προτείνει, επίσης, να κατανοήσουμε τη θεωρία των αρχείων όχι με ένα θετικιστικό-τεχνοκρατικό τρόπο, αλλά μέσα από τη μεταμοντέρνα σκοπιά ως μια «αρχειογραφία» (archivography). Να αναδείξουμε και να κατανοήσουμε, δηλαδή, τις αρχειακές θεωρίες και πρακτικές μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον παραγωγής τους. Η αρχειογραφική προσέγγιση αφενός συνίσταται στην έκθεση και κριτική εξέταση των θεωριών για τα αρχεία και αφετέρου στην ίδια τη δημιουργία νέων-σύγχρονων θεωριών για αυτά.
Γιατί, όμως, πλαισιώνει θεωρητικά τη σημερινή συζήτηση η παραπάνω προβληματική; Εκκινώντας από τον «παραδοσιακό» αρχειακό φάκελο, δηλαδή το σύνολο των τεκμηρίων που έχουν συγκροτηθεί οργανικά είτε από τον παραγωγό του αρχείου για την εποπτεία ή τη διαχείριση μιας υπόθεσης είτε με έλλογη ομαδοποίηση κατά την ταξινόμηση σε μια αρχειακή υπηρεσία προχωράμε στο ψηφιοποιημένο τεκμήριο και τη χρήση ενός λογισμικού για την τεκμηρίωση, προβολή και διάθεσή του μέσα από το διαδίκτυο. Αυτό το αρχειακό ταξίδι, η μετατροπή από το αναλογικό στο ψηφιακό και οι πολλαπλές διαμεσολαβήσεις του επαγγελματία ή αυτού που επεξεργάζεται το αρχείο, του λογισμικού και του διαδικτύου γεννά πολλαπλά ερωτήματα. Ποιες είναι οι διαφορές του αναλογικού και του ψηφιακού αρχείου; Σε τι διαφοροποιείται η δουλειά του αρχειακού στο ψηφιακό περιβάλλον; Υπάρχει ανάγκη για μια νέα κατηγοριοποίηση του αρχειακού υλικού;
Στον ψηφιακό κόσμο τα όρια είναι ρευστά μεταξύ των χρήσεων των διαφορετικών υλικοτήτων των αρχείων και ευρύτερα των πολιτιστικών αγαθών. Ποιες είναι οι βασικές διαφορές αναλογικών και ψηφιακών αρχείων;
- Υπόστρωμα
- Διακίνηση και πρόσβαση
- Διασυνδεσιμότητα
- Κίνδυνοι καταστροφής
- Δικαιώματα: εδώ και η εξαίρεση αρχειοθέτησης για το δημόσιο συμφέρον
- Μεταδεδομένα
Προκύπτουν και νέες κατηγοριοποιήσεις του επαγγέλματος, όπως ο Αρχειονόμος Ψηφιακών Τεκμηρίων/Ψηφιακού Περιεχομένου (Digital archivist). Οι σύγχρονες προκλήσεις της «Κοινωνίας της Πληροφορίας», η ραγδαία ανάπτυξη και μέσα σε σύντομο χρόνο των τεχνολογιών της πληροφορικής για την ψηφιοποίηση πολιτιστικών τεκμηρίων μέσω ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων, οι ευρωπαϊκές και εθνικές προτεραιότητες για την ανοικτή πρόσβαση στην πολιτιστική πληροφορία, έφεραν και στην Ελλάδα τους επαγγελματίες των αρχείων τα τελευταία 20 χρόνια σε ένα άλλο εργασιακό περιβάλλον με πολλαπλές αδυναμίες και δυνατότητες. Η «Κοινωνία της Πληροφορίας» στην Ελλάδα μπαίνει στον λαβύρινθο της υλοποίησης, που χαρακτηρίζεται από τη δύσκολη και αργή υλοποίηση έργων ΤΠΕ και από ακόμη δυσχερέστερη και προβληματικότερη λειτουργική αξιοποίησή τους. Όπως είναι σαφές, οι εξελίξεις των τεχνολογιών και οι σύγχρονες επιταγές της διατήρησης και της πρόσβασης του αρχειακού υλικού δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε η «ψηφιακή επιμέλεια» (ως μεθοδολογία εργασίας) να είναι αναπόσπαστο κομμάτι των δεξιοτήτων του αρχειονόμου και να μην περιορίζεται σε μια υπό-ειδίκευση, δηλαδή ενός ειδικού αρχειονόμου ψηφιακών τεκμηρίων. Τέλος, συζητήθηκαν και επιπλέον κατηγοριοποιήσεις των αρχείων όπως έχουν αναδειχθεί από την διεθνή βιβλιογραφία, όπως τα Αρχεία 0.0 έως 4.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Bailey, C. A. (1989). Archival theory and electronic records. Archivaria, 180-196.
Beagrie, N. (2006). Digital Curation for Science, Digital Libraries, and Individuals. International Journal of Digital Curation, 1(1), 3–16.
Deodato, J. (2006). Becoming Responsible Mediators: The Application of Postmodern Perspectives to Archival Arrangement & Description. Progressive Librarian, 27(52-63). Ανάκτηση από: https://doi.org/doi:10.7282/T3M047FX
Ellis J. (Επιμ.) (2000). Η διαχείριση των Αρχείων. Αθήνα: Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία και Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός.
Ernst, W. (2013). Digital memory and the archive. University of Minnesota Press.
Giannachi, G. (2016). Archive everything: Mapping the everyday. Mit Press.
Heald, C. (1996). Is there room for archives in the Postmodern World?. The American Archivist, 59(1), 88-101.
Higgins, S. (2011). Digital curation: the emergence of a new discipline. International Journal of Digital Curation, 6(2), 78-88.
Michel Foucault (2017), Η αρχαιολογία της γνώσης, Αθήνα: Πλέθρον.
Schwartz, J., Cook. T. (2002). Archives, records, and power: The making of modern memory. Archival Science, 2, 1–19.
Shanks, M. (2008). Synthetic Worlds: the history of the archive and the future of memory. Ανάκτηση 30/7/2020, από Academia.edu: https://www.academia.edu/19626690/Synthetic_worlds_the_history_of_the_archive_and_the_future_of_memory
Walters, T., Skinner, K. (2011). New Roles for New Times: Digital Curation for Preservation. Washington, DC: Association of Research Libraries.
Γιαννακόπουλος, Γ., Μπουντούρη, Β. (2016). Εισαγωγή στην Αρχειονομία. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/6320
Ζερβός, Σπ., Μοροπούλου, Α. (2004). Γενικές Αρχές Διατήρησης Αρχειακού Υλικού. Αρχειακός Δεσμός, 1, 131-163
Κανελλοπούλου – Μπότη, Μ. (2020). Αρχεία και Δίκαιο: Προσωπικά δεδομένα – πνευματική ιδιοκτησία – πολιτιστική κληρονομιά. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κυριάκη-Μάνεση, Δ., Κουλούρης, Α. (2015). Διαχείριση ψηφιακού περιεχομένου. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/2496
Μπάγιας, Α. (2010). Αρχειονομία: Βασικές Έννοιες και Αρχές. Αθήνα: Κριτική.
Μπαμίδης, Ν. (2010). Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχειακής Ορολογίας: πολύγλωσσο και σχολιασμένο. Αθήνα: Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία – Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας.
Ντεριντά, Ζ. (1996). Η έννοια του αρχείου. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές.
Πεντάζου, Ι. (2019). Ιστορία σε έκθεση: πρακτικές ψηφιακούς σχεδιασμού. Αθήνα: Εκδόσεις ΕΑΠ.
Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης: http://www.ekt.gr/
Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία: https://www.eae.org.gr/
Digital Preservation Coalition: https://www.dpconline.org/
International Council on Archives: https://www.ica.org/en
Στοιχεία επικοινωνίας ομιλητή:
Χρήστος Χρυσανθόπουλος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών - Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Βασιλέως Κωνσταντίνου 48, T.K. 116 35 Αθήνα | Γραφείο 511 (2)
Τ: +30 2107273582 | Ε: cchrysan@eie.gr / hrihrisan@gmail.com
Παρέμβαση της υπ. Δρος Αλεξάνδρας Καββαδια, ΕΔΙΠ ΤΑΒΜ
Αφού ευχαριστήσω ιδιαιτέρως την Καθηγήτρια κυρία Μαρία- Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Μπότη και τον έγκριτο Ερευνητή κύριο Χρυσανθόπουλο για αυτήν την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα Εισήγηση, που έχει να κάμει με τις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις της Αρχειονομίας, θα ήθελα να παραθέσω τις ακόλουθες σκέψεις:
Είναι γεγονός ότι τα αναλογικά αρχεία, στην πλειοψηφία τους καταγεγραμμένα σε χαρτώο υπόστρωμα, αποτελούν διαχρονικά πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί αντέχουν σθεναρά στο χρόνο και οι άνθρωποι τα διαβάζουν, τα μελετούν και τα αξιοποιούν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Επίσης τα ψηφιακά αρχεία με τους ταχύτατους ρυθμούς της τεχνολογίας είναι εύκολα προσβάσιμα, διαθέτουν ταχύτητα, εξασφαλίζουν οικονομία χρόνου και χρήματος.
Ωστόσο είναι σαφές ότι και οι δύο τύποι αρχείων υστερούν σε σημεία. Έτσι αφενός μεν τα αναλογικά αρχεία απαιτούν πρόσβαση με φυσική παρουσία και με κανόνες, συνεπώς πιο αργούς ρυθμούς και προϋποθέσεις, αφετέρου δε τα ψηφιακά αρχεία παρουσιάζουν ευπάθεια και έλλειψη ανθεκτικότητας στην πορεία του χρόνου, ιδίως όσον αφορά στον τρόπο και τα μέσα αποθήκευσης των πληροφοριών, τα οποία συνεχώς αλλάζουν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συμβατότητα με τα προηγούμενα.
Η Αρχειονομία είναι Επιστήμη με σταθερές αρχές, διαχρονικούς κανόνες και διεθνείς εφαρμογές και υποστηρίζεται απαραίτητα, όπως όλες οι Επιστήμες, από την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας.
Ο Αρχειονόμος, ως εξειδικευμένος λειτουργός, αποφασίζει και επιλέγει την διηνεκή χρησιμότητα των αρχείων με βάση το νόμο και τους αρχειονομικούς κανόνες και πρακτικές. Προς τούτο έχει καθήκον να γνωρίζει σε βάθος, να σέβεται και να εφαρμόζει τη θεωρία, τη μεθοδολογία και τις πρακτικές της Επιστήμης της Αρχειονομίας, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των αρχείων. Οφείλει να σέβεται την πρωτοτυπία και να εκτιμά την ανθεκτικότητα των αναλογικών αρχείων, να εξασφαλίζει την ορθή ταξινόμηση, περιγραφή, αρχειοθέτηση, συντήρηση και διάσωσή τους και κατόπιν να φροντίζει για την μέσω της ταξινομημένης ψηφιοποίησής τους γρήγορη διάχυσή τους, σύμφωνα με τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Ο βασικός στόχος είναι πρωτίστως η αποκατάσταση, η διάσωση και η ανάδειξη του αρχειακού υλικού, καθώς και η απόδοσή του στην πρωτογενή του μορφή και τάξη, ως τεκμήριο ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς με προοπτική τον ορθό χειρισμό του παρόντος και τη βελτίωση του μέλλοντος. Η διακίνηση της πληροφορίας, προκειμένου να έχει θετική προοπτική, θα πρέπει να είναι εύκολη και γρήγορη με την απαραίτητη προϋπόθεση όμως να είναι μια πολύμορφη μάζα, αλλά σωστά διατεταγμένη και στηριγμένη σε γερές τεκμηριωτικές βάσεις.
Κατόπιν αυτών και επειδή τα αρχεία «σιωπούν» αλλά συνάμα και τα αρχεία «βοούν», είναι μονόδρομος ο αλληλοσυμπληρωματικός και αλληλοστηρικτικός (και όχι συγκρουσιακός και ανταγωνιστικός) ρόλος των παλαιότερων και των νεώτερων αρχειονόμων και η στενή συνεργασία τους, βάσει των γνώσεων και των εμπειριών τους, στο βωμό της δημιουργίας προοπτικής ευρύτερης ανάγνωσης των αναλογικών και ψηφιακών αποτυπωμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας στο πέρασμα των πολλών χρόνων.
Αλεξάνδρα Καββαδία