Ακολουθεί το κείμενο του ενδιαφέροντος αυτού λόγου:
Θεοδόσης Πυλαρινός
«Η ενωτική σκέψη των Επτανησίων πριν και μετά την Ένωση»
«Επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότητα εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα. Επειδή ο λαός της Επτανήσου, ως απαρτίζων μέρος αναπόσπαστον της Ελληνικής φυλής, στερείται σήμερον της πραγματικής του απόλαυσης και εξασκήσεως των τοιούτων δικαιωμάτων. Επειδή προς τοις άλλοις εξέλειψαν πλέον αι αφορμαί ένεκα των οποίων ετέθη υπό την Αγγλικήν προστασίαν, δυνάμει συνθήκης εις την οποίαν ουδεμίαν ποτέ έδωκε συγκατάθεσιν. Επειδή τέλος μερίς τις της Ελληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει δηλαδή η απελευθερωθείσα Ελλάς, ανέκτησε τα κυριαρχικά και τα εθνικά αυτής δικαιώματα. Δι’ όλα ταύτα η ελευθέρα Βουλή των αντιπροσώπων της Επτανήσου διακηρύττει ότι η ομόθυμος στερρά και αμετάτρεπτος θέλησις του Επτανησιακού Λαού είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας και η ένωσις αυτού με το λοιπόν Έθνος του, την απηλευθερωμένην Ελλάδα».
Άρχισα την ομιλία μου με τη διακήρυξη του περί Ενώσεως ψηφίσματος της 9ης Βουλής της Επτανήσου, επειδή εμπεριέχει λιτά αλλά αδιαπραγμάτευτα την ουσία της ριζοσπαστικής βούλησης του επτανησιακού λαού με τις επί μέρους βασικές πτυχές της. Είναι χαρακτηριστικό ότι, την ώρα που το διάβαζε ο ριζασπάστης βουλευτής Ιωάννης Δετοράτος Τυπάλδος, στις 26 Νοεμβρίου του1850, ανεστάλησαν οι εργασίες του Κοινοβουλίου με εντολή του Άγγλου αρμοστή.
Η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η πρώτη διεύρυνση των συνόρων του ελεύθερου κράτους, που πραγματοποιήθηκε με τη συνθήκη της 29ης Μαρτίου του 1864 μεταξύ των τριών Μεγάλων Δυνάμεων και της ελληνικού κράτους, αποτελεί την κορύφωση μιας μακράς πορείας, μιας σειράς ποικίλων διεργασιών, απότοκων των ενδοεπτανησιακών κοινωνικών και πνευματικών ζυμώσεων. Kαι για να προδιαγράψω τα μέρη της ομιλίας μου, πρόκειται, κυρίως, για πολύμορφο ιστορικό γεγονός με διπλή φορά και διττό μήνυμα: Η πρώτη κατεύθυνση, η δυναμική, σηματοδοτείται από τις απαρχές του φαινομένου, οι οποίες εδράσθηκαν σε ασαφή (όπως ήταν φυσικό) αρχικά σύλληψη της ιδέας, με αύξουσα όμως ορμή οδήγησαν στην υλοποίηση και τη δικαίωση, που ορίζεται με την εμβληματική χρονολογία της ημέρας που γιορτάζουμε σήμερα, της 21ης Μαΐου του 1864. Είναι η εποχή της συνειδητοποίησης, της διαμόρφωσης και κρυστάλλωσης της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας, της αρραγούς κοινωνικής ενότητας, των αγώνων για την ανεξαρτησία.
Η δεύτερη κατεύθυνση, απόρροια αυτή της μακράς εμπειρίας και της ορθής εφαρμογής των προηγούμενων, είναι η έμπρακτη κατάδειξη του ενωτικού ιδεώδους, όπως εφαρμόστηκε αυτό από την επόμενη ημέρα της Ένωσης και των εύλογων πανηγυρισμών και εξής, από την επόμενη δηλαδή της 21-5-1864 ημέρα έως την οριστική αφομοίωση της προηγμένης Επτανήσου και την οργανική ένταξή της στον ελληνικό κορμό. Η περίοδος αυτή, εξίσου επώδυνη και αγωνιώδης για τα Επτάνησα, δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως, και κυρίως δεν έχει αποτιμηθεί ηθικά, όσον αφορά στην προσφορά των νησιών του Ιονίου στις πανελληνίως τελούμενες συνθέσεις τού σταδιακά αποκαθιστάμενου ελληνισμού, φθίνοντος του 19ου αιώνα. Διότι επρόκειτο για δίδαγμα ενότητας, συνέπειας, χρέους και ανιδιοτελούς συμμόρφωσης με δεδομένα ήσσονα της προόδου των τότε Επτανησίων, δίδαγμα αντάξιο της προενωτικής περιόδου.
Συγκεκριμένα, για να αντιληφθεί κανείς την επώδυνη κυοφορία έως την περιπόθητη ημέρα της Ένωσης, πρέπει να ανατρέξει πολύ πίσω, στις συνειδητές εκείνες συνθετικές προσπάθειες του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, όταν οι Προσολωμικοί στο πρόσωπο του τελευταίου σημαντικού εκπροσώπου τους, του Αντωνίου Μαρτελάου, πρόβαλαν το αίτημα της ελευθερίας με τους προεξαγγελτικούς της σολωμικής εμφάνισης στίχους «Όθεν είσθε των Ελλήνων / παλαιά ανδρειωμένα / κόκκαλα εσκορπισμένα / τώρα λάβετε πνοήν», και ανέδειξαν την αδήριτη ανάγκη της συνειδητοποίησης της ιδέας του εθνισμού και της ελληνικότητας· όταν, λίγο αργότερα, η Επτάνησος έγινε προμαχώνας της εθνικής ανεξαρτησίας και προπύργιο του Αγώνα του 1821· όταν ο πνευματικός κόσμος επιδίωκε συστηματικά την προσέγγιση του απλού λαού για να συμμετάσχει συνειδητά στους αγώνες της ανεξαρτησίας· όταν η προσέγγιση αυτή επιχειρήθηκε με την προβολή της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας και την τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος· και περαιτέρω, όταν ο Διονύσιος Σολωμός διακήρυττε εν ονόματι της γλώσσας αυτής ότι δεν έχει άλλο στον νου του «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», ο δε ιταλομαθής Ανδρέας Λασκαράτος γελοιοπούσε τα δικαστήρια της Προστάτριας δυνάμεως, υποκρινόμενος ότι δεν γνωρίζει δήθεν την επίσημη τότε ιταλική γλώσσα αλλά μόνο την ελληνική· όταν, επίσης, ο ίδιος ο Σολωμός και οι φίλοι του Αντώνιος Μάτεσης και Ιούλιος Τυπάλδος στα δοκιμιακά κείμενά τους υπερασπίζονταν με ισχυρά φιλολαϊκά επιχειρήματα την εθνική και κυρίως ενωτική σημασία της καθιέρωσης της γλώσσας των πολλών.
Και σε άλλα επίπεδα όμως, όπως η παιδεία, δείκτη της εθνικής ομοψυχίας και του πόθου για την Ένωση και, επιπλέον, κόλαφο κατά των προστατών που, μηχανώμενοι ποικίλα σχήματα και προσχήματα, δεν τηρούσαν τα υπεσχημένα περί καθιερώσεως της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της Ιονίου Πολιτείας, δείκτη, επαναλαμβάνω, αποτελεί η απαίτηση των καθηγητών της Ιονίου Ακαδημίας να καθιερωθεί στο ίδρυμα αυτό η διδασκαλία στη μητρική των Επτανησίων γλώσσα· ή, επί πνευματικού και πάλι επιπέδου, η καθιέρωση για πρώτη φορά της ελληνικής αντί της ιταλικής από τον Ανδρέα Μουστοξύδη στο επιστημονικό περιοδικό του, τον προσφυώς αποκληθέντα Ελληνομνήμονα. Και ακόμη, στην ενότητα και ασφαλώς στην Ένωση κατέτειναν οι μαρτυρημένες ενέργειες των μελών του πρώτου πνευματικού ιδρύματος της χώρας, της Αναγνωστικής Εταιρίας, φυτωρίου φιλελεύθερου πνεύματος και πατριωτισμού, για την καθιέρωση της ελληνικής.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για συντονισμένες την εποχή αυτή προσπάθειες με βαθιά συναίσθηση του εθνισμού τους, ο οποίος χαλυβδώθηκε στη δίνη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας –ότι τον έψαλαν οι δύο μείζονες ποιητές του νεώτερου ελληνισμού, ο Διον. Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος αποδεικνύει του λόγου το αληθές– και ο οποίος οδήγησε με τη σύνθεση των επτανησιακών δυνάμεων στην εθνική αποκατάσταση.
Και στο θρησκευτικό πεδίο όμως δεν μπορεί να προσπεράσει απαρατήρητα κανείς την ίδια ενωτική γραμμή στις προσπάθειες του μητροπολίτη Κερκύρας Αθανασίου Πολίτη, που θεμελίωνε το κήρυγμά του στη σύζευξη θρησκείας και γλώσσας, ηθικών μεγεθών, τα οποία συστηματικά υπονόμευαν οι Άγγλοι προστάτες. «Όσα και αν κάμωσι», καταγγέλλει εις βάρος των Άγγλων σε βαρυσήμαντο άρθρο του με τίτλο «Θρησκεία και γλώσσα», στην εφημερίδα των Μεταρρυθμιστών Πατρίς, «δεν θέλουν επιτύχει να μας εκβαρβαρώσωσι και να μας εκφυλίσωσι· καθότι, όταν πολεμή τις την φυσικήν και νόμιμον ροπήν λαού ήδη έχοντος την γλώσσαν αδέσμευτον και αγαπώντος υπέρ παν άλλο συμφέρον τον εθνισμόν του, άλλο δεν κάμνει παρά να προκαλή ισχυροτέραν αντίδρασιν και να εκτραχύνη πάλην έχουσαν έκβασιν αναμφίβολον».
Θα επαναλάβω στο σημείο αυτό τη σολωμική απόφανση, «μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», διότι οι όποιες πολιτικές διεργασίες και οι δρόμοι των μεγάλων συνθέσεων ευδοκιμούν, αν περνούν μέσα από την ίδια τη ζωή, μέσα δηλαδή από την ψυχή των λαών και αν σφυρηλατούνται επάνω στα οράματα, τα πιστεύω και τις παρακαταθήκες τους.
Εξάλλου, οι ιδεολογίες και οι πολιτικές πεποιθήσεις τη λαϊκή βούληση εκφράζουν, και στα Επτάνησα η βούληση αυτή υπήρξε σε καταλυτικό βαθμό ενωτική. Και δεν ήταν μόνο το σπουδαίο ριζοσπαστικό κίνημα, με την εδραία βάση και κέντρο του την Κεφαλονιά, οι εκπρόσωποι της οποίας, με πρωτοπόρο και θεμελιωτή τον Γεράσιμο Λιβαδά, έμειναν στην ιστορία ως πρότυπα αντίστασης και ασυμβίβαστοι θιασώτες της ελεύθερης σκέψης, αλλά και οι Μεταρρυθμιστές, που με άλλη πολιτική θεώρηση κατέτειναν βαθμιαία αλλά σταθερά στο αυτό, στην Ένωση δηλαδή μέσα από τη συνοχή και τη σύμπνοια του συγκεκριμένου χώρου.
Προσπάθησα με παραδείγματα κυρίως να δείξω την ενωτική πορεία, η κορύφωση της οποίας την 21η Μαΐου του 1864 σήμανε την αποκατάσταση της ελευθερίας στα Επτάνησα. Ωστόσο, η αποκατάσταση αυτή υπήρξε γεγονός αναγεννητικό με παιδευτική σημασία, αφού δρομολογήθηκε ως πολυετής διαδρομή πνευματικών διεργασιών με ιδεολογικό και οραματικό περιεχόμενο, όπως κατέδειξε η κρίσιμη και εποικοδομητική εμπλοκή σ’ αυτό της θρησκείας, της παιδείας, της διανόησης και της λογοτεχνίας. Πρόκειται εν τέλει για φαινόμενο που γέννησε μεγάλες μορφές, όπως, πλην των προαναφερθέντων, του Ιωάννη Καποδίστρια, των καθηγητών Αθανασίου Πολίτη και Σπυρίδωνα Αρβανιτάκη, του Πέτρου Βράιλα Αρμένη και του Ναπολέοντα Ζαμπέλη, των Πολυλάδων, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, των Στέφανου Παδοβά και Κωνσταντίνου Λομβάρδου, για να μνημονεύσω λίγους κορυφαίους εξ αυτών.
Δεν υπήρξε όμως η ημέρα της Ένωσης το τέλος των αγώνων. Το μήνυμά της καταξιώθηκε στα επόμενα χρόνια, τα δε δεινά των αγώνων αυτών συνεχίστηκαν και αυτήν ακόμη την ημέρα της αποχώρησης των αγγλικών στρατευμάτων. Εννοώ την ανατίναξη των φρουρίων της Κέρκυρας, γιατί έπρεπε να μείνει ανοχύρωτη και ανυπεράσπιστη, γεγονός λίγο γνωστό πανελληνίως, το οποίο στιγμάτισε με ξεχωριστό τρόπο ο Γερ. Μαρκοράς στο ποίημά του «Τα κάστρα μας», για τη μεγάλη απώλεια που αμαύρωσε τη χαρά του κερκυραϊκού λαού. Γράφει χαρακτηριστικά και πολύ ρεαλιστικά σε μία στροφή του:
[…] Η φιλόνομη Αγγλία
τέτοια δόξα των Τούρκων φθονάει,
ξαρματώνει, ερημάζει, χαλάει,
πριν αφήσει τη μαύρη μας γη.
Η ουσιαστική όμως συνέχεια του ενωτικού πνεύματος δηλώθηκε πολύτροπα με τις πατριωτικές ενέργειες των Επτανησίων μετά την Ένωση. Η όλη πολιτεία τους επισφράγισε στην πράξη όσα πρέσβευσαν για την ενότητα και τον προορισμό του ελληνισμού. Ενδεικτικά θα αναφέρω τις ευθείες επιφυλάξεις των μεγάλων Κεφαλλήνων ριζοσπαστών Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφερράτου κατά της πολιτικής των αποχωρούντων προστατών, οι οποίοι ήταν υποστηρικτές της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας· αλλά και εφεξής, την ενεργό συμμετοχή των Επτανησίων στους αλυτρωτικούς αγώνες, αρχής γενομένης από τη σύσσωμη αντίδρασή τους μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και εν συνεχεία με τη συμμετοχή τους τόσο στους αλυτρωτικούς αγώνες της Ηπείρου (θυμίζω, επιλέγοντας από τους επώνυμους, τον ένδοξο θάνατο του Λορέντσου Μαβίλη στον Δρίσκο), όσο και στους αγώνες για την Ένωση της Κρήτης (υπενθυμίζω ότι ο ίδιος ο Λορ. Μαβίλης με τον Κωνστ. Θεοτόκη έλαβαν μέρος με δικό τους εκστρατευτικό σώμα).
Και η ελληνική Βουλή επανδρώθηκε με μορφές αγωνιστών που βίωσαν το μήνυμα της Ένωσης, είτε χάρη στη συμμετοχή τους κατά τα χρόνια της νεότητάς τους στους αγώνες του επτανησιακού λαού, είτε έχοντας γαλουχηθεί ως πρώτη μεθενωτική γενιά με το ενωτικό μήνυμά της. Αυτό ακριβώς το μήνυμα θέλησαν να μεταλαμπαδεύσουν στο εθνικό κέντρο είτε διά στόματος Ιακώβου Πολυλά στην ελληνική Βουλή (σημειωτέον, δεν δέχθηκε υπουργικό θώκο, για να μην αναγκαστεί να διορίσει ανθρώπους του περιβάλλοντός του υποκύπτοντας στις πιέσεις τους) είτε διά στόματος Λορ. Μαβίλη, που ως άνθρωπος του χρέους αντιλήφθηκε τη σημασία των πανελλήνιων συνθέσεων σε όλα τα επίπεδα, διακηρύσσοντας στη Βουλή τον Φεβρουάριο του 1911, υπεραμυνόμενος της επτανησιακής παράδοσης και της συνεκτικής και ενωτικής γλώσσας του λαού, ότι «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι».
Δεν εκφεύγει από την κατάδειξη του ενωτικού πνεύματος που μετέφεραν οι Επτανήσιοι στην πρωτεύουσα, η ένταξή τους στο κίνημα του δημοτικισμού παρά τις κατά των ψυχαρικών υπερβολών αντιρρήσεις τους. Αλλά και στην παιδευτική σύμπνοια συντέλεσαν συμμετέχοντας ενεργά από τα πρώτα βήματα του Εκπαιδευτικού Ομίλου στις τάξεις του.
Δεν παρέλκει, τέλος, η υπόμνηση ότι η Ένωση της Επτανήσου αποτέλεσε προηγούμενο και πρότυπο τόσο για τη δικαίωση των αγώνων των Κρητών για την απαλλαγή τους από τους Τούρκους, όσο και κατεξοχήν για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Βρίθουν οι σελίδες των κυπριακών εφημερίδων από το 1878 και εξής, από την έναρξη δηλαδή της αγγλοκρατίας στη μεγαλόνησο έως και το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, από αναφορές στην Ένωση της Επτανήσου, τον Γλάδστωνα, τους αγώνες των Ριζοσπαστών και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην Ένωση εκείνη.
Του πολέμου οι καιροί ου μενετοί, κατά τον σοφό αφορισμό του μεγάλου ιστορικού της αρχαιότητας, του Θουκυδίδη. Στους καιρούς μας οι πόλεμοι είναι συχνά ακήρυκτοι, πράγμα που καθιστά επικαιρότερο το αξίωμα που μνημόνευσα. Το παράγγελμα της Ένωσης της Επτανήσου δεν είναι ζήτημα τοπικό, αλλά πανελλήνιο, όπως προσπάθησα να δείξω, αναφερόμενος, ενδεικτικά βέβαια, σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή γεγονότα. Είναι προτροπή για συσπείρωση και αντιμετώπιση ενός ιδιότυπου ακήρυκτου πολέμου, οι δυνάμεις του οποίου δεν είναι άμεσα ορατές, ενός πολέμου σταδιακής φθοράς και διαφθοράς. Η ενότητα προ και η αυτοθυσία μετά την 21η Μαΐου του 1864, η ανιδιοτέλεια, η ευθύνη, η απεμπόληση του προσωπικού συμφέροντος και η αίσθηση του χρέους είναι όσα πρέπει να μας εμπνέουν σήμερα, σε καιρούς χαλεπούς αλλά και ύποπτους, από την Ένωση της Επτανήσου, το ηθικό δίδαγμα της οποίας απαιτεί συστράτευση και όχι κενούς περιεχομένου εορτασμούς και άκαιρους ή ανιστόρητους εν τέλει πανηγυρισμούς.
Επέλεξα να κλείσω με μία στροφή από ένα ποίημα του Κεφαλονίτη ποιητή Γεωργίου Μολφέτα, εμπνευσμένο από τους αγώνες των συμπατριωτών του Ριζοσπαστών, ένα χρόνο μετά την Ένωση. Οι στίχοι του είναι όντως επίκαιροι, γι’ αυτό και διδακτικοί:
Οι νέοι π’ ανασταίνονται, να μην αλησμονάνε
πως αν ελεύτερη ζωή σαν Έλληνες περνάνε,
σ’ εκείνους την οφείλουνε τους γέροντες προμάχους,
που δέσμιοι, σε φυλακές και εξόριστοι σε βράχους,
ακλόνητοι στο αίσθημα και στην πεποίθησή τους,
επάλαισαν και εδείξανε μεγάλο το νησί τους.
Σας εύχομαι χρόνια πολλά.